Eλάχιστοι έσπευσαν να παρακολουθήσουν την παρέλαση των Ναζί
Μια μέρα σαν σήμερα, 9 Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί Ναζί μπαίνουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Λίγες ώρες πριν παρελάσουν οι άνδρες της 2ης Μεραρχίας των Πάντσερ στους δρόμους της πόλης, ο διοικητή της Γερμανικής 12ης Στρατιάς στρατηγός Βίλχελμ Ζίγκμουντ Βάλτερ Λιστ είχε αποδεχτεί την πρόταση παράδοσης του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.
Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας είχε λάβει τη διαταγή υποχώρησης, αφού οι Γερμανοί είχαν ήδη διασπάσει την αμυντική γραμμή στο Κλειδί των Σερρών, στα οχυρά του Ρούπελ και είχαν κλείσει σαν μέγγενή τον Ελληνικό Στρατό. Ελληνικά και Βρετανικά στρατεύματα βρίσκονταν πλέον σε αδιέξοδο.
Η Θεσσαλονίκη κατελήφθη το βράδυ της 8ης προς 9η Απριλίου. Το πρωί της 9ης Απριλίου, οι Γερμανοί με τεθωρακισμένα άρματα μάχης, με αεροπλάνα να πετούν πάνω από την πόλη και πλήθος στρατιωτών να παρελαύνουν με υπεροψία, έκαναν επίδειξη δύναμης στη Λεωφόρο Νίκης.
Έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο Ημερολόγιό του: «Τώρα που γράφω, 17:30, {οι Γερμανοί} πρέπει να έχουν μπει στην πόλη. Ο υπάλληλος που έχει αδιάκοπη τηλεφωνική επικοινωνία με τη Θεσσαλονίκη μου λέει πως οι αρχές έχουνε κιόλας φύγει και πως ο πληθυσμός προσπαθεί να σωθεί όπως μπορεί».
Ο δήμαρχος τους είδε «ιππότες»!
Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών κλείστηκε στα σπίτια τους, ελάχιστοι έσπευσαν να παρακολουθήσουν την παρέλαση των Ναζί κι εκείνοι ήταν μικρά παιδιά που κατέβηκαν στη Νίκης από περιέργεια, αλλά και οι επικεφαλής της Δημοτικής Αρχής που υποδέχτηκαν τους κατακτητές. Ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Κώστας Μερκουρίου με διάγγελμα του, κάλεσε τους πολίτες: «…να επιδείξουν εμπιστοσύνη προς τον Στρατόν της Γερμανίας, όστις από της πρώτης στιγμής της εισόδου του εις την πόλιν, ετήρησεν έναντι ημών στάσιν γενναιόφρονα και ιπποτικήν»!
Ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος- διευθυντής του περιοδικού «Μακεδονικά Γράμματα»- έγραψε: «Βούιζε όλο το στερέωμα πάνω από την πόλη, οι κινητήρες τράνταζαν τα τζάμια των σπιτιών, σμήνη ολόκληρα πετούσαν πάνω από τις στέγες, έφευγαν κι έρχονταν άλλα πίσω τους και πάλι ξανάρχονταν κι έπλεκαν πάνω από την πτοημένη πόλη ένα φοβερό δίχτυ από σίδερο, αγκυλωτούς σταυρούς και βρυχηθμούς τεράτων της αποκαλύψεως».
Στη οδό Μοναστηρίου έγινε η συμβολική παράδοση της πόλης από τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, τον Δήμαρχο και τον στρατιωτικό διοικητή.
Ο ποιητής Ντίνος Χιστιανόπουλος γράφει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Θεσσαλονίκη ου μ’ εθέσπισεν», στο κεφάλαιο Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής: «Πρώτα πρώτα έρχονταν μια σειρά από μοτοσικλετιστές και ακολουθούσαν μετά κάποια μικρά αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλετιστές ήταν αρκετοί. Γεμάτοι περηφάνια και φοβερά βλοσυροί, κορδωμένοι επάνω στις μοτοσυκλέτες τους, σωστοί κοσμοκαταχτητές. Έβλεπα κάποιους κυρίους, που προσπαθούσαν να κρατηθούν και να μην κλάψουν· ταυτόχρονα έβλεπα και κάποιους άλλους που ετοιμάζονταν να χειροκροτήσουν. Και πράγματι χειροκρότησαν»…
Και η Θεσσαλονίκη κατελήφθη και ακολούθησε η Αθήνα και η Κατοχή απλώθηκε σαν πανδημία πάνω από την Ελλάδα και κάποτε όλα τέλειωσαν για να αρχίσουν άλλα…